πανώνυμο

πανώνυμο
-ον, Α
(για τον θεό) αυτός που έχει όλα τα ονόματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. παντ-ώνυμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”